- δίκρανα
- δίκρᾱνα , δίκρανονtwo-headedneut nom/voc/acc plδίκρανοςtwo-headedneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Καυδιανά δίκρανα — (λατ. Furcae Caudinae). Ονομασία στενού στη Σαμνίτιδα της Ιταλίας κατά την αρχαιότητα, απ’ όπου περνούσε η Αππία Οδός. Το σχημάτιζαν δύο απότομες πτώσεις των Απένινων, κοντά στο αρχαίο Καύδιον, περίφημο για τη μεγάλη ήττα που υπέστησαν εκεί οι… … Dictionary of Greek
δίκρανο — το (Α δίκρανος, ον) 1. το δικράνι 2. φρ. «καυδιανά δίκρανα» στενό πέρασμα στο Καύδιο μεταξύ τής Καμπανιάς και τής χώρας τών Σαμνιτών νεοελλ. 1. ονομασία βρύου 2. μονάδα μεταβολών τού βεληνεκούς στις βολές πυροβολικού 3. φρ. «διέρχεται υπό τα… … Dictionary of Greek
καυδιανός — ός, ή, ό φρ. α) «καυδιανά δίκρανα» ο ζυγός από δόρατα καρφωμένα στο χώμα κάτω από τον οποίο πέρασε για εξευτελισμό ο ρωμαϊκός στρατός κατά τον Β Σαμνιτικό πόλεμο, μετά την ήττα του στο Καύδιο β) «περνώ κάτω από τα καυδιανά δίκρανα» δέχομαι… … Dictionary of Greek
διχοτόμος — ο (AM διχοτόμος, ον) 1. (για επίπεδο ή γραμμή) αυτός που διαιρεί σε δύο μέρη 2. το θηλ. ως ουσ. η διχοτόμος η ευθεία η οποία άρχεται από την κορυφή γωνίας και τή διαιρεί σε δύο ίσα μέρη. ο (AM διχοτόμος, ον) ο διαιρεμένος σε δύο ίσα μέρη νεοελλ.… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek